- τρημάτιον
- τρημᾰτ-ιον, τό, Dim. ofA
τρῆμα 1.1
, Hero Spir.1.18, al., Sever. ap. Aët7.87.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρῆμα 1.1
, Hero Spir.1.18, al., Sever. ap. Aët7.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρημάτιον — τὸ, ΜΑ [τρῆμα, ατος] υποκορ. τού τρήμα … Dictionary of Greek
τρηματίοις — τρημάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηματίου — τρημάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηματίων — τρημάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηματίῳ — τρημάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρημάτια — τρημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)